ὑπόπλεως

ὑπόπλεως
ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος
full
adverbial
ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος
full
masc/fem nom pl
ὑπόπλεω̆ς , ὑπόπλεος
full
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υπόπλεως — ων, και ὑπόπλεος, ον, Α 1. ο αρκετά γεμάτος 2. αυτός που έχει γεμίσει με κάτι χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός («ἀργυρίων ὑπόπλεος», Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πλέως / πλέος «γεμάτος, πλήρης»] …   Dictionary of Greek

  • υπόπλεος — ον, Α βλ. ὑπόπλεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”